- Ἀλεξανδρίδης
- ἈλεξανδρίδηςἈλεξανδρίδηςmasc nom sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
Ἀλεξανδρίδης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλεξανδρίδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ιωάννης. Αγωνιστής από την Κάρυστο. Έλαβε μέρος στον Αγώνα με τον Ν. Κριεζώτη, τον οποίο και ακολούθησε σε όλες του τις εκστρατείες. Τραυματίστηκε στη δεύτερη εκστρατεία του Φαβιέρου εναντίον της Καρύστου, καθώς και … Dictionary of Greek
Αλεξανδρίδης, Δημήτριος — (Τύρναβος περ. 1785 – Βιέννη 1851;). Γιατρός και φιλόλογος. Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα από τον μεγαλύτερο αδελφό του Στέφανο, διάκο, τον αποκαλούμενο Δούνκα. Σπούδασε ιατρική στην Ιένα, όπου και έγινε αντεπιστέλλον μέλος της Εταιρείας… … Dictionary of Greek
Αλεξανδρίδης, Φώτιος — (Μυτιλήνη 1830 – Ιεροσόλυμα 1893). Λόγιος, θεολόγος και μέγας αρχιδιάκονος Ιεροσολύμων. Σπούδασε θεολογία στη Θεολογική Σχολή Χάλκης και μετά στη Γερμανία. Το 1863 διορίστηκε καθηγητής στη θεολογική σχολή του Σταυρού των Ιεροσολύμων και μετά από… … Dictionary of Greek
Ἀλεξανδρίδην — Ἀλεξανδρίδης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεξανδρίδα — Ἀλεξανδρίδᾱ , Ἀλεξανδρίδης masc nom/voc/acc dual Ἀλεξανδρίδᾱ , Ἀλεξανδρίδης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεξανδρίδας — Ἀλεξανδρίδᾱς , Ἀλεξανδρίδης masc acc pl Ἀλεξανδρίδᾱς , Ἀλεξανδρίδης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Alexandrides — (Greek Polytonic|Ἀλεξανδρίδης) of Delphi was an ancient Greek historian of uncertain date.cite encyclopedia | last = Schmitz | first = Leonhard | authorlink = | title = Alexandrides | editor = William Smith | encyclopedia = Dictionary of Greek… … Wikipedia
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
καλλίνικος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τη Βασίλισσα, η οποία στους Συναξαριστές και στα Μηναία αναφέρεται ως Καλλινίκη. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Μαρτίου. 2. Καταγόταν από την Κιλικία. Μαρτύρησε στη Γάγγρα,… … Dictionary of Greek
Ελληνικός Τηλέγραφος — Εφημερίδα που ιδρύθηκε στη Βιέννη το 1812 και συνέχισε να εκδίδεται έως το 1836. Αρχικά κυκλοφορούσε κάθε Τρίτη και Παρασκευή, ενώ αργότερα και το Σάββατο, με τον τίτλο Παρατηλέγραφος. Εκδότης της ήταν ο Δ. Αλεξανδρίδης. Από το 1817 μαζί με την… … Dictionary of Greek